-
1 ἐν-εργάζομαι
ἐν-εργάζομαι (s. ἐργάζομαι), darin machen, arbeiten; τὸ ζωτικοὺς φαίνεσϑαι, πῶς τοῠτο ἐνεργάζει τοῖς ἀνδριᾶσιν Xen. Hem. 3, 10, 6, wie arbeitest du das Leben in die Bildsäulen hinein? wie τὸ πείϑεσϑαι τοῖς νόμοις – τῇ πόλει 4, 4, 15; ἔκπληξιν Plat. Phil. 47 a; προϑυμίαν τοῖς ἀνϑρώποις Pol. 5, 64, 7; ἁλιεῖς ἐνειργασμένοι τοῖς τόποις, dort beschäftigt, 10, 8, 7; auch εὔνοιαν ἔν τινι, 6, 2, 15; – τῇ οὐσίᾳ, mit dem Vermögen Geschäfte machen, Erwerb treiben, Dem. 44, 23; sc. ἐν οἰκήματι, von Buhldirnen, Her. 1, 93; – pass., γλῶσσα τούτων γνώμων ἐνειργάσϑη Xen. Hem. 1, 4, 5.
-
2 ἐνεργάζομαι
A make or produce in,ἡ φορὰ τῆς τοξίτιδος ἐ. τῷ βέλει κίνησιν Ph.Bel.68.41
; τι ἐν τῷ σώματι v.l. for ἀπ- in Hp. VM22;τι τοῖς ἀνδριᾶσιν X.Mem.3.10.6
; τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις [ τῇ Σπάρτῃ] ib.4.4.15;πολλοῖς ἔρωτα Gorg.Hel.18
; [ δόξαν] ib.13; ;ἐπιστήμην Chrysipp.Stoic.2.39
;δέος τοῖς πολίταις D.60.25
;μοχθηρὰς συνηθείας τινί Id.61.3
;εὔνοιαν ἐν πᾶσι Plb. 6.11a
.7, cf. Ph.2.89, etc.: [tense] aor. 1 ἐνειργάσθην in pass. sense, to be made or placed in.., X.Mem.1.4.5.2 work for hire in, of harlots,αἱ ἐνεργαζόμεναι παιδίσκαι Hdt.1.93
; ἐ. τῇ οὐσίᾳ trade with the property, D.44.23;ἁλιεῖς ἐνειργασμένοι τοῖς τόποις Plb.10.8.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργάζομαι
-
3 ἐνεργάζομαι
ἐν-εργάζομαι, darin machen, arbeiten; τὸ ζωτικοὺς φαίνεσϑαι, πῶς τοῠτο ἐνεργάζει τοῖς ἀνδριᾶσιν, wie arbeitest du das Leben in die Bildsäulen hinein?; ἁλιεῖς ἐνειργασμένοι τοῖς τόποις, dort beschäftigt; τῇ οὐσίᾳ, mit dem Vermögen Geschäfte machen, Erwerb treiben; sc. ἐν οἰκήματι, von Buhldirnen
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий